βοϊδινός

βοϊδινός
-ή, -ό
βλ. βοδινός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • βοδινός — ή, ό και βοϊδινός, ή, ό και βοϊδήσιος, α, ο 1. αυτός που ανήκει στο βόδι ή έχει σχέση μ αυτό 2. το ουδ. ως ουσ. το βοδινό το κρέας του βοδιού …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”